σκηνώ — (I) άω, Α [σκηνή] (δ. τ. τού σκηνῶ, έω) 1. (αποθ.) κατοικώ, διαμένω («σκηνᾱσθαι παρὰ τὸν ποταμὸν», Πλάτ.) 2. μέσ. σκηνῶμαι, άομαι α) καταφεύγω, προσφεύγω («τὰ... ἔρα ἐν οἷς ἐσκηνῆντο», Θουκ.) β) (σχετικά με κτίσμα) κτίζω, οικοδομώ γ) μένω σε… … Dictionary of Greek
παρασκηνώ — (I) άω και έω, Α στήνω την σκηνή μου κοντά σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκηνῶ, άω / έω]. (II) όω, Α 1. παρασκηνώ (Ι) 2. απλώνω ύφασμα ως σκηνή ή ως παραπέτασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σκηνῶ, όω (< σκηνή), πρβλ. κατα σκηνώ] … Dictionary of Greek
περισκηνώ — (I) άω ή έω, Α στήνω σκηνές γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνῶ (< σκηνή]. (II) όω Α σκεπάζω κάτι με ύφασμα σαν με σκηνή («φάρος [(=άροτρο] περιεσκήνωσεν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνῶ / όω «στήνω σκηνή»] … Dictionary of Greek
ενσκηνώ — ἐνσκηνῶ, όω (AM) [σκηνώ] κατασκηνώνω σε έναν τόπο … Dictionary of Greek
κατασκηνώνω — (AM κατασκηνῶ, όω και, άω, Μ και κατασκηνέω) 1. στήνω τη σκηνή μου κάπου, μένω στη σκηνή για ορισμένο χρόνο 2. εγκαθίσταμαι κάπου προσωρινά, σταθμεύω μσν. αρχ. αναπαύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)] … Dictionary of Greek
μετασκηνώ — μετασκηνῶ, όω (Α) μεταφέρω τη σκηνή ή την κατοικία μου σε άλλο τόπο ή μεταβαίνω σε άλλη σκηνή ή κατοικία, μετοικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + σκηνῶ «κατασκηνώνω» (< σκηνή)] … Dictionary of Greek
προσσκηνώ — έω, Α (κυρίως για τόπο) είμαι όμορος, γειτονεύω, συνορεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σκηνῶ (< σκηνή)] … Dictionary of Greek
σκήνημα — (I) ήματος, τὸ, και δωρ. τ. σκάναμα, άματος, Α 1. σκηνή 2. κατασκήνωση 3. στρατόπεδο 4. φωλιά («οὐ γὰρ ἐντελείς θήραν πατρῴαν προσφέρειν σκηνήμασιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνῶ (II). Ο δωρ. τ. σκάναμα < αμάρτυρο δωρ. *σκανῶ, άω]. (II)… … Dictionary of Greek
σκήνωμα — το, ΝΑ [σκηνῶ (III)] σκηνή, αντίσκηνο νεοελλ. μσν. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα τού αγίου Διονυσίου») μσν. αρχ. το σώμα τού ανθρώπου ως κατοικία τής ψυχής αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς… … Dictionary of Greek
σκήνωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκηνῶ (ΙΙΙ)] κατοίκηση («πρὸς οὐρανίους σκηνώσεις», Μηναί.) αρχ. κατασκευή σκηνής ή οικίας … Dictionary of Greek